-
1 соглашение
соглашение с 1) (согласие) η συμφωνία; приходить к \соглашениею καταλήγω σε συμφωνία 2) (договорённость) το συμβόλαιο, η σύμβαση· το σύμφωνο (договор)' торговое \соглашение η εμπορική σύμβαση; двустороннее \соглашение η διμερής συμφωνία· заключить \соглашение κλείνω (или συνάπτω) συμβόλαιο* * *с1) ( согласие) η συμφωνίαприходи́ть к соглаше́нию — καταλήγω σε συμφωνία
2) ( договорённость) το συμβόλαιο, η σύμβαση; το σύμφωνο ( договор)торго́вое соглаше́ние — η εμπορική σύμβαση
двусторо́ннее соглаше́ние — η διμερής συμφωνία
заключи́ть соглаше́ние — κλείνω ( или συνάπτω) συμβόλαιο
-
2 двусторонний
двусторонний 1) δίπλευρος· \двустороннийее движение η κυκλοφορία διπλής φοράς 2) (обоюдный) διμερής· \двустороннийее соглашение η διμερής συμφωνία* * *1) δίπλευροςдвустороннее движе́ние — η κυκλοφορία διπλής φοράς
2) ( обоюдный) διμερήςдвустороннее соглаше́ние — η διμερής συμφωνία
-
3 соглашение
соглашениес1. ἡ συμφωνία:предварительное \соглашение ἡ προκαταρκτική συμ-(ρωνία, ἡ προσυμφωνία· приходить к \соглашениею, достигать \соглашениея καταλήγω σέ συμφωνία, συμφωνώ·2. (договор) ἡ συμφωνία, τό σύμφωνο[ν], ἡ σύμβαση [-ις]:двустороннее \соглашение ἡ διμερής συμφωνία· торговое \соглашение ἡ ἐμπορική σύμβαση· заключать \соглашение κλείνω συμφωνία, κλείνω σύμβαση, συνάπτω σύμ-φωνο[ν]. -
4 двусторонней
двустороннейприл1. δίπλευρος, διπλούς, διμερής:\двустороннейее воспаление легких ἡ διπλή περιπνευμονία· \двустороннейяя ткань ὑφασμα μέ δύο ὀψεις·2. (обоюдный) διμερής, ἀμοιβαίος:\двустороннейее соглашение ἡ διμερής συμφωνία. -
5 двойственный
επ., βρ: -вен, -венна, -вен-но.1. διπλός•-ое мнение διπλή γνώμη.
2. διπλοπρόσωπος, διπρόσωπος•-ая политика διπλοπρόσωπη πολιτική•
-ая игра διπλό παιγνίδι.
3. διμερής•-ое соглашение διμερής συμφωνία•
-ое совещание διμερής σύσκεψη.
εκφρ.- ое число – (γραμμ.) ο διϋκός αριθμός. -
6 двусторонний
κ. двухсторонний, επ. δίπλευρος, διπλός•-ее воспаление легких η διπλή πνευμονία•
-ее уличное движение διπλή οδική κίνηση.
|| δίφατσος, από τις δυό μεριές όρθα, ντουμπλεφάς•-ее сукно δίφατση τσόχα.
|| διμερής•-ее соглашение διμερής συμφωνία.
-
7 обоюдосторонний
-яя, -ееεπ.διμερής, δίπλευρος•-ее соглашение διμερής συμφωνία.
-
8 сделка
η αγοραπωλησί/αη συμφωνίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сделка
См. также в других словарях:
διμερής — ές (AM διμερής) 1. αυτός που αποτελείται από δύο μέρη 2. αυτός που διαιρείται σε δύο μέρη νεοελλ. αυτός που γίνεται με τη συνεργασία ή τη συμφωνία δύο μερών («διμερής σύσκεψη», «διμερής συνθήκη») … Dictionary of Greek
διμερής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς αυτός που έχει δύο μέρη: Τα δύο κράτη υπέγραψαν διμερή συμφωνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek
σύμβαση — (Νομ.). Η σύμπτωση των δηλώσεων της θέλησης δύο ή περισσότερων προσώπων, με το σκοπό να προσκομιστούν απ’ αυτήν έννομα αποτελέσματα. Ως παράσταση εμφανίζεται με την πρόταση από το ένα μέρος και την αποδοχή από το άλλο. Η σ. για να υπάρξει,… … Dictionary of Greek
πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) … Dictionary of Greek